αχνιστός, -ή

αχνιστός, -ή
ο ψημένος στον ατμό του: Τους πρόσφεραν και θαλασσινά αχνιστά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αχνιστός — ή, ό [αχνίζω (II)] 1. αυτός που αχνίζει, που βγάζει ατμό 2. ζεστός, κουτός 3. ψημένος στον αχνό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”